τρωσμός

τρωσμός
και τιτρωσμός, ὁ, Α
πρόωρη γέννηση, αποβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρω- τού τι-τρώ-σκω* + κατάλ. -σμός (πρβλ. θρω-σμός: θρῴσκω). Το -σ- τού τύπου οφείλεται πιθ. σε επίδραση τού ενεστ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τρωσμοί — τρωσμός miscarriage masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρωσμοῦ — τρωσμός miscarriage masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρωσμούς — τρωσμός miscarriage masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρωσμῶν — τρωσμός miscarriage masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρωσμῷ — τρωσμός miscarriage masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιτρωσμός — ὁ, Α (εσφ. γρφ·) βλ. τρωσμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”